- αβλαστάρωτος
- -η, -οαυτός που δεν έχει βγάλει βλαστάρια: Κοίταξε τα κλαδεμένα δέντρα κι είδε πως ήταν ακόμη αβλαστάρωτα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
αβλαστάρωτος — η, ο [βλασταρώνω] 1. λέγεται για το φυτό που δεν έβγαλε ακόμα βλαστάρια 2. μτφ. άτεκνος, άκληρος … Dictionary of Greek
αβλάστητος — η, ο (Α ἀβλάστητος, ον) αυτός που ακόμη δεν βλάστησε, δεν έβγαλε βλαστούς, αβλαστάρωτος, άβλαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀβλαστῶ < ἄβλαστος] … Dictionary of Greek